Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

....

Είχες πει πως θα'σαι πάντοτε δίπλα μου.
Ακόμα και αν έρθουν στιγμές που φαινομενικά θα'σαι μακριά μου.
Μου'χες πει να το θυμάμαι και αλήθεια, ακόμη το θυμάμαι.
Εσύ το ξεχνάς, όπως ξεχνάς και πολλά άλλα.
Δεν σε κατηγορώ βέβαια,αν και θα'πρεπε.
Γιατί τώρα πια σε ξέρω.
Πριν ένα χρόνο μπορούσα ακόμα να σε λέω αφελή,επιπόλαιο,αυθόρμητο.
Δικαιολογώντας έτσι σε μεγάλο βαθμό και τις απιστιές σου και τα άσχημα λόγια σου.
Τώρα όμως σε ξέρω πολύ καλά και δεν μπορείς να μου κρυφτείς.
Είσαι πανέξυπνος, πονηρός και ακόμα και όταν είσαι τύφλα ξέρεις πολύ καλά τι κάνεις και για τι το κάνεις.
Η κλασσική δικαιολογία ''είχα πιει και δεν ξέρω τι έκανα'' δεν στέκει στην περιπτώση σου.
Και όταν ακόμα τρακάρεις υπό την επήρεια αλκόολ, συνειδητά το κάνεις.
Γιατί γουστάρεις την ανδρεναλίνη
και γιατί στο κάτω-κάτω τον θάνατο πάντα τον κυνηγάς και θα τον κυνηγάς.
Τον λόγο ακόμη δεν τον ξέρω.
Βλέπω ότι αυτή η περίοδος που δεν είμαστε μαζί σε χαλάει.
Έχεις νεύρα, κλείνεσαι στον εαυτό σου, ώρες-ώρες δεν μπορεί να σου πάρει κουβέντα κάποιος.
Και όμως δεν σε λυπάμαι.
Και κανείς δεν θα σε λυπηθεί ποτέ.
Πάντα όλοι θα σε θαυμάζουν ή θα σε σιχαίνονται.
Πάντα θα γίνεται λόγος γύρω απ'το όνομά σου.
Bέβαια, το ξέρεις και το χαίρεσαι.
Είσαι ο ήρωας ενός δράματος, παίζεις υπέροχα τον ρόλο σου, σ'αρέσει αυτό.
Προσπάθησα να σου φτιάξω λίγο το κέφι.
Σου πρότεινα να δούμε την όλη κατάσταση λίγο πιο χαλαρά.
Ίσως και λίγο πιο σαρκικά.
Bέβαια ξέρω, πως ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο μεταξύ μας.
Μπορεί ως ζευγάρι να έχουμε γίνει ένα είδος attraction για το φιλοθεάμων κοινό όμως μόνο εμείς ξέρουμε πολύ καλά τι μας συνδέει.
Και σε σέβομαι και πάντα θα σε σέβομαι.
Δεν σε σέβομαι όμως ως σύντροφο.
Αλλά ως άνθρωπο, ως Σταύρο.
Και ξέρω πως και εσύ το ίδιο νιώθεις.
Και πως ίσως ως σύντροφο να με βλέπεις και ανταγωνιστικά και ερωτικά ταυτόχρονα,
αλλά ξέρω πως σαν άνθρωπο με λατρεύεις.
Και εγώ τι έκανα?
Σου ζήτησα να το γυρίσουμε στις αρπαχτές? Με ποιο σκεπτικό?
Ούτε και εγώ δεν ξέρω καλά-καλά.
Απλώς ήθελα να ξεκολλησούμε κάπως από αυτό το αδιέξοδο στο οποίο βρεθήκαμε.
Βρήκα άτσαλο τρόπο όμως, το ξέρω.
Μα, ήταν το μόνο που σκέφτηκα.
Ίσως να σε πλήγωσα. Δεν το ήθελα,γαμώτο.
Ποτέ δεν ήθελα να σε πληγώσω. Από την αρχή δηλαδή.
Μάλλον όμως δεν τα κατάφερα και τόσο καλά, έτσι δεν είναι?
Θα με συγχωρέσεις κάποτε, το ελπίζω.
Όπως θα κάνω και εγώ το ίδιο με εσένα.
Λάθη ρε Σταύρο...λάθη. Αν κάτσεις κάτω και τα μετρήσεις θα σε πιάσει απελπισία.
Όμως ακόμα μπορώ να σε κοιτάω στα μάτια χωρίς να σε ντρέπομαι.
Και μπορώ να σου λέω σ'αγαπώ.
Και εσύ λες πως μ'αγαπάς ακόμα και το ξέρω.
Μα, στο'χω ξαναπεί, δεν φτάνει η αγάπη.
Γι'αυτό και δεν μπορούμε να μείνουμε καιρό μαζί.
Ούτε και οι υποχωρήσεις ξέρω τελικά αν λειτουργούν.
Είναι θέμα χαρακτήρων.
Και εμείς πάσχουμε σε αυτό το θέμα.
Να, ασυμφωνία χαρακτήρων το λένε.
Είμαι η νύχτα, είσαι η μέρα.
Είμαστε διαφορετικοί.
Δεν υπάρχει καν κάποιο σημείο επαφής.
Και είναι άδικο, γιατί αγαπιόμαστε.
Και σε ποια δικαιοσύνη να απευθυνθώ?
Μπορείς να μου πεις?
Μακάρι να μπορούσες....

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Θεατρίνε....

Σ'αγαπάω, αυτό δεν θες να ακούσεις? Πάντα αυτό ήθελες να ακούς. Όχι επειδή σ'άρεσε που σ'αγαπούσα και ήθελες να το ακούς, σαν απλός ερωτευμένος. Απλά ήσουν και είσαι ανασφαλής. Θες να επιβεβαιώνεσαι, να νιώθεις μια ζωή ο καλύτερος, ο πιο δυνατός, ο πιο μάγκας, ο πιο γκόμενος. Ναι, λοιπόν σ'αγαπάω. Και είμαι έτοιμη, να βγω και να το φωνάξω, να το ακούσουν όλοι. Για να πάψουν να μιλούν, να σχολιάζουν, να κρίνουν. . Μη δίνεις σημασία. Απλά,Κουράστηκα,να ακούω τον καθένα να μιλάει για αυτή τη σχέση και να μη συζητάμε για αυτή, εμείς οι ίδιοι. Είναι και αστείο αν το καλοσκεφτείς, απλά εγώ δεν έχω την όρεξη να γελάσω τώρα.
Α, αλήθεια σήμερα ήσουν τόσο αστείος. Είσαι αστείος όταν θυμώνεις και μου λες αυταρχικά ''Άσε αυτό τον ρόλο Δανάη. Παίξτον κάπου άλλου'' ή ένα απλό και περιεκτικό ''Σκάσε''. Είσαι ο μόνος που μου τα έχεις πει αυτά, που έχεις μάλλον το δικαίωμα να μου τα λες αυτά, δικαίωμα που σου το έχω δώσει εγώ. Λες συνέχεια πως παίζω θέατρο όταν είμαι μαζί σου. Όχι μόνο στους καυγάδες, αλλά και στις καλές μας στιγμές. Και καταλήγεις μελοδραματικά στο ηλίθιο συμπέρασμα πως δεν σ'αγάπησα ποτέ. Εγώ δεν σ'αγάπησα που πέθαινα, που πεθαίνω, που θα πεθαίνω για σένα. Εγώ που έχασα τον εαυτό μου, για να είμαι μαζί σου. Τι μελοδραματικα ε? Απλώς είναι η αλήθεια, ηλίθιε. Αν κάποιος παίζει θέατρο ή εν πάσει περιπτώσει έπαιξε θέατρο, ήσουν εσύ. Και μάλιστα κακό θέατρο. Και κρίμα βρε παιδί μου, γιατί και στην υποκριτική ένα ταλέντο το'χεις. Δηλαδή...κάτι λες. Κρίμα που το χαραμίζεις έτσι, ειλικρινά σου το λέω. Αλλά ναι παίζεις θέατρο. Ο τρόπος που με κοιτάς, που μου μιλάς, που με απειλείς, που με βρίζεις, που με χτυπάς, είναι αστεία θεατρικός. Ο τρόπος που κλαις είναι θεατρικός. Γιατί παριστάνεις πως κλαις, δεν κλαις. Ο τρόπος που πάντοτε στο τέλος φεύγεις είναι επίσης θεατρικός. Βέβαια, δεν είναι καθόλου αστείο να υποκρίνεται κάποιος σε μια σχέση. Και δεν ξέρω καν, αν μιλάμε για την χυδαία υποκρισία ή για την μαγική υποκριτική. Πάντως, έτσι φθείρεται μια σχέση. Στο'χα πει ρε Σταύρο. Δεν με πρόσεξες, το ξέχασες....δεν ξέρω. Πάντως στο'χα πει. Να'σαι ο εαυτός σου. Να λες την αλήθεια όσο και αν πονάει. Δεν το έκανες ποτέ, όπως δεν έκανες και τίποτα άλλο φυσικά για να σώσεις αυτή τη σχέση. Ούτε μια υποχώρηση, ούτε μια αληθινή συγγνώμη, ούτε ένα ευχαριστώ ρε πούστη, που το χρωστάς στο κάτω-κάτω. Πάντα τα'ριχνες όλα σε εμένα. Και πάντα τα δεχόμουν. Τώρα όμως θα γυρίσεις και με το δίκιο σου δηλαδή, θα μου πεις ''Τι?Πας να βγεις λάδι?''. Μπα. Και εγώ φταίω. Απλά, εγώ παραδέχτηκα πολλές φορές τα δικά μου τα λάθη. Δεν ξέρω αν έκανα κάτι ή αν έστω προσπάθησα να τα διορθώσω, αλλά τουλάχιστον τα δικά μου φταιξίματα δεν στα φόρτωνα για να έχω μια ήσυχη συνείδηση. Τι σημασία έχει όμως πια, έτσι? Χωρίσαμε. Μπορεί να σ'είχα ένα χρόνο βέβαια, μα παντα γαμώτο μου, θα είσαι ένα απωθημένο. Και το ξέρω πως μ'αγάπησες,αλήθεια. Δεν ξέρω όμως πότε σταμάτησες να μ'αγαπάς, γιατί κάποτε αυτό που ένιωθες τέλειωσε, το ξέρω καλά. Το κατάλαβα όταν άρχισες να ξεκινάς καυγάδες από το τίποτα. Έψαχνες και εσύ μέσα σου, να ανάψεις την παλιά φωτιά που κάποτε τα έκαψε όλα. Τι φταις και εσύ, ε? Να, σε φαντάζομαι. Έβγαλες το κουτί με τα σπίρτα.Παίρνεις ένα σπίρτο,προσπαθέις να ανάψεις το σπίρτο, αλλά τι ατυχία...βρέχει...το σπίρτο σβήνει...ωστόσο προσπαθείς...να,ένα αχνό φως μας φώτισε....το σκοτάδι όμως μας κατάπιε όταν έσβησε και το τελευταίο αυτό σπίρτο.
Αχ,έτσι είναι αγάπη μου. Ο έρωτας δεν θέλει σπίρτα. Θέλει πυρκαγιές.
Είδες όμως?Η αυλαία έπεσε κιόλας. Τώρα το χειροκρότημα. Ναι,ας χειροκροτήσουν οι καλοθελητές, οι πρώην σου οι γκόμενες, τα μαλακισμένα που μου την έπεφταν κατά καιρούς, οι δήθεν φίλοι, αυτοί που αστειευόντουσαν με τους χωρισμούς μας. Ναι, χειροκροτήστε, γελοίοι τύποι. Ωπ, σβήσε τα φώτα, να σηκωθούμε να φύγουμε. Να, έσβησαν. Σκοτάδι. Είσαι ακόμη εδώ όμως. Σ'αγγίζω σχεδόν, δεν σε έχω όμως, όπως παλιά. Δεν πειράζει. Σ'αγάπησα. Σ'αγαπάω. Άκου το , αφού τόσο το θες. Να, σαν τελευταίο χατίρι. Σ'αγαπάω πιο πολύ απ'ότι φαντάστηκες και ονειρεύτηκες ποτέ σου. Ίσως να σ'αγαπάω και περισσότερο απ'όσο μ'αγάπησες εσύ. Ίσως η αγάπη μου, να είναι και περισσότερη από αυτή που χρειάζεται ένα ζευγάρι για να είναι μαζί.
Φύγε τώρα. Είμαι ευτυχισμένη, αλήθεια σου λέω.
Γιατί αγάπησα και αγαπήθηκα.
Έδωσα και πήρα. Και ό,τι πήρα το άξιζα, γιατί έδωσα τα πάντα.
Δεν κλαίω,μην ανησυχείς.Από χαρά είναι τα δάκρυα. Δεν κλαίω.
Ψεύτη....δεν πειράζει...σε συγχωρώ..

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Ξέσπασμα

Είναι πολλές φορές που αναρωτιέμαι τι ακριβώς σου βρήκα. Τώρα τελευταία, το σκέφτομαι συχνότερα. Τι ακριβώς? Τι με γοήτευσε? Εντάξει, σίγουρα η εμφάνιση παίζει ρόλο. Είσαι όμορφος, έχεις τα ωραιότερα μάτια που έχω δει και ένα τρόπο, σχεδόν μαγικό, να προσελκύεις κάθε θηλυκό. Όμως αυτά δεν είναι αρκετά για να γεννηθεί ένας έρωτας. Επίσης έχεις μυαλό. Χρησιμεύει όμως, μόνο για μαθηματικά και αρχιτεκτονικά σχέδια. Στη ζωή σου, το αφήνεις κατά μέρος όπως διαπιστώνω καθημερινά.
Θα'θελα αλήθεια να φύγω μακριά. Να σε βρίσω, να σου πω όσα θέλω εδώ και τόσους μήνες και να φύγω. Μα, να μη σε ξαναδώ ποτέ. Γιατί δεν μπορώ να σ'αντικρίσω φιλικά. Ίσως να μην μπορέσω ποτέ. Γιατί βαρέθηκα, γιατί κουράστηκα, γιατί τελειώνουν οι αντοχές μου. Δεν αντέχω άλλο να πονάω. Δεν αντέχω άλλο να ξενυχτάω κλαίγοντας. Στη διανομή των ρόλων, σίγουρα έγινε κάποιο λάθος. Βαρέθηκα αυτό τον ρόλο της μίζερης γυναικούλας που ό, τι και να κάνει ο καλός της θα τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Τον σιχάθηκα. Σιχάθηκα πρώτα εμένα και αμέσως μετά εσένα τον ίδιο. Κοίτα με. Κοίτα πως με κατάντησες. Είμαι έργο δικό σου. Και όσα λέω και όσα κάνω ακόμη, έργα δικά σου είναι. Σ'ερωτεύτηκα. Και ακόμα να καταλάβω το γιατί. Αυτό το γαμημένο το γιατί το ψάχνω ακόμα. Και το εκμεταλλεύτηκες με τον χειρότερο τροπό.
Εσύ μ'αγάπησες? Εσύ? Ποιον κοροιδεύεις. Και εγώ γιατί με κοροιδεύω τόσο καιρό? Πώς μπορείς να αγαπήσεις εσύ? Με τι δύναμη? Με τι μαγκιά? Εσύ την μαγκιά την βλέπεις αλλιώς. Με το να μπλέκεσαι σε καυγάδες, σε ναρκωτικά, σε κόντρες. Εγώ πάλι την βλέπω με άλλο τρόπο. Μαγκιά, για μένα, είναι να ξέρεις να αγαπάς και να το δείχνεις. Να παρασύρεσαι από έναν έρωτα. Να μη βάζεις πάνω απ'όλα ένα γαμημένο εγωισμό και μια ανυπόφορη εγωπάθεια. Παρεξήγησες. Νόμισες προφανώς πως μ'ερωτεύτηκες. Και εσύ έφυγες πρώτος από αυτή την σχέση. Και εσύ φεύγεις ακόμα. Όχι εγώ. Εγώ μένω πάντα εδώ.
Κάποτε είχες πει πως με σκέφτεσαι κάθε στιγμή της ημέρας. Πως θα έκανες τα πάντα για μένα, θα μπορούσες να χάσεις τα πάντα για εμένα, να πεθάνεις ακόμη για εμένα. Ναι, πολύ ωραία μου τα έδειξες όλα αυτά. Κερατώνοντας με τέσσερις φορές μέσα σε ένα χρόνο και κάτι μήνες. Τέσσερις φορές που τις ξέρω. Ίσως να'ναι και αλλές που δεν τις έμαθα ποτέ. Χαστουκίζοντας με όταν μαλώνουμε, αποκαλώντας με πουτάνα, μια-δυο φορές ακόμη και μπροστά σε άλλους.
Και οι καυγάδες μας για τους άλλους είναι τόσο αστείοι. Και οι συχνοί χωρισμοί μας το ίδιο. Και εγώ είμαι δυνατή και θα το ξεπεράσω, έτσι λένε όλοι. Και κανείς δεν σκέφτεται αν εγώ πονάω, κανείς δεν το ρωτάει, κανείς δεν ασχολείται. Α, ναι. Γιατί είμαι δυνατή. Αν ήμουν δυνατή θα είχα φύγει, πίστεψε με. Και τώρα δεν θα έκλαιγα, που τα γράφω αυτά. Αλήθεια. Αλλά ναι. Είναι πιο σημαντικά τα παράπονα του είδους, ότι ο γκόμενος μας παραμελεί για να βγει με φίλους ή για να δει μπάλα, ότι άργησε 10 λεπτά να μας πάρει τηλέφωνο ή να υποπτευόμαστε υποθετικές γκόμενες. Ναι, τόσο σοβαρά. Αν δεν υπήρχε το θέατρο θα είχα ήδη πεθάνει,πραγματικά. Θα το ήθελα σαν τρελή. Ακόμα και τώρα το σκέφτομαι μερικές φορές. Γιατί τους ανθρώπους τους σιχάθηκα. Δεν σιχάθηκα δηλαδή μόνο εσένα, αλλά και τους άλλους. Βαρέθηκα να τους βλέπω, δεν θέλω να τους ακούω, δεν αξίζουνε απλά. Οι εξαιρέσεις ελάχιστες. Τρεις-τέσσερις ίσως και λιγότεροι. Δεν είναι μίσος αυτό που νιώθω. Δεν είναι ικανός κανένας,ίσως μόνο εσύ να είσαι, να με κάνει να νιώσω τέτοιο συναίσθημα ισάξιο της αγάπης. Είναι απέχθεια, είναι αηδία, είναι λύπη.
Και δεν λυπάμαι τόσο εμένα. Γιατί στο κάτω κάτω ήθελα και μπλέχτηκα σ'αυτή την κωλοιστορία. Και έχω και ένα θέατρο να με κρατάει στην επιφάνεια. Είναι αυτό το πάθος που με κρατάει εδώ. Και αν έρχονται στιγμές που αναρωτιέμαι αν είσαι λάθος σύντροφος για εμένα, γρήγορα το ξεχνάω για να μη δώσω μια ευνόητη απάντηση στον εαυτό μου. Λυπάμαι εσένα και τους άλλους. Εσένα σε λυπάμαι γιατί δεν ξέρεις να αγαπάς και δεν θα μάθεις ποτέ να ζεις γιατί χαραμίστηκες από νωρις. Και τους άλλους τους λυπάμαι, γιατί οι περισσότεροι έχουν επιλέξει να ζουν σε ψεύτικες χαρές, με ψεύτικα χαμόγελα. Δεν φιλιούνται, δεν αγκαλιάζονται, κάνουν σχέσεις από το net. Δεν κάνουν πλάκες, γιατί απλά δεν έχουν χιούμορ. Δεν έχουν αυτοπεποίθηση. Είναι ψώνια. Και δεν ξέρω που θα μας βγάλει αυτό.
Και ούτε που θέλω να ξαναερωτευτώ σύντομα. Χαράμισα όλη μου την δύναμη εδώ. Για σένα. Και αν θες να ξέρεις κάτι, ο έρωτας είναι μούφα. Είναι βλακεία. Είναι καταστροφή. Είναι τα πάντα και το τίποτα.
Τώρα, το μόνο που θέλω είναι να ησυχάσω. Και αύριο θα πάω στο σχολείο να γράψω δίκαιο. Θα'μαι γελαστή και θα λέω ανόητα αστεία για το φιλοθεάμων κοινό. Ύστερα το απόγευμα, ίσως μπω λίγο στο internet. Και εκεί θα κάνω το ίδιο. Και κανείς δεν θα σκέφτεται τι νιώθω. Γιατί όλοι νοιαζόμαστε μόνο για τους εαυτούς μας.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Αλίκη Βουγιουκλάκη - Δημήτρης Παπαμιχαήλ


Γνωρίστηκαν στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, την ημέρα που πήγαν να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις. Τον είχε πλησιάσει πρώτη εκείνη και τον είχε ρωτήσει από που ήταν. Εκείνος της είχε απαντήσει βαριά,''Από τον Πειραιά''. Η Αλίκη, πειράχτηκε από το ύφος του και του είπε λίγο υποτιμητικά : ''Α... στο λιμάνι...''. Ύστερα την ρώτησε, από που ήταν αυτή και του είπε από το Μαρούσι. Στον ίδιο ειρωνικό τόνο της απάντησε ''Α, εκεί κοντά στα τρένα?'' Όταν τελικά πέρασαν και οι δύο στην σχολή, την πρώτη μέρα των μαθημάτων συστήθηκαν πιο επίσημα. Την ρώτησε το ονομά της και ύστερα της είπε : ''Πολύ φοβάμαι δεσποινίς πως θα πρέπει να αλλάξετε επίθετο. Δεν είναι τόσο θεατρικό''. Εκείνη εκνευρίστηκε και προσπάθησε να μη το δείξει. ''Μάλιστα... και εσάς πως σας λένε?'' ''Δημήτρη Παπαμιχαήλ'' αποκρίθηκε εκείνος.
Στη σχολή βρισκόντουσαν σε μόνιμη κόντρα. Υπήρχαν βέβαια μέρες, που έδειχνε ο ένας στον άλλον το ενδιαφέρον και την ευαισθησία που έκρυβαν. Αλλά, υπήρχαν και μέρες που ο ένας εκνεύριζε τον άλλον τρομερά. Η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τίποτα το ερωτικό. Εκτός βέβαια, αν υπήρχε και δεν το είχαν καταλάβει. Δεν το απέκλεισαν άλλωστε, ποτέ. Ο Παπαμιχαήλ αποφοίτησε από τη σχολή με άριστα, ενώ η Αλίκη με λίαν καλώς, εν έτει 1955. Ο Χορν που ήταν στην επιτροπή του Εθνικού θεάτρου, παρενέβη στην άριστη βαθμολογία των υπολοίπων. ''Διαφωνώ κύριοι. Η δεσποινίς Βουγιουκλάκη έχει λάμψη και όχι ζωντάνια. Έχει εμφάνιση αλλά όχι φαντασία. Ούτε ευαισθησία. Της βάζω λοιπόν λίαν καλώς''. Αλλά και για τον Παπαμιχαήλ, είχε ακουστεί πως μιμείται τον Κωτσόπουλο και πως έχει και άλλα ελαττώματα ως θεατρίνος.

Συναντήθηκαν στα κινηματογραφικά πλατώ το 1958, για την ταινία ''Αστέρω''. Επρόκειτο για ένα βουκολικό δράμα. Το όνομα της Αλίκης μπαίνει πρώτο στις αφίσες και στους τίτλους. Μια μέρα που βρισκόντουσαν σε ένα πούλμαν για να πάνε στα Γιάννενα για κάποια γυρίσματα του είπε περιπαικτικά ''Eίδες? Εσύ πήρες το ''άριστα'' στην σχολή, αλλά εγώ είμαι πρώτη στους τίτλους'', Ο Παπαμιχαήλ άλλαξε δέκα χρώματα. ''Φύγε από μπροστά μου, μη σου ρίξω καμιά ανάστροφη!'' Ευτυχώς επενέβησαν οι υπόλοιποι συντελεστές και τα πνεύματα ηρέμησαν. Η επόμενη ταινία τους είναι το 1959 με τον τίτλο ''Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο''. Τα χαστούκια που τρώει η Αλίκη, είναι αληθινά. Και αυτά του Παπαμιχαήλ ιδιαίτερα βαριά. Κάποια στιγμή η Αλίκη νευρίασε. ''Σε παρακαλώ, για χτύπα πιο ήρεμα μη γίνουμε μαλλιά κουβάρια''. Και ο Παπαμιχαήλ γελούσε.
(Φωτογραφία από την ''Αστέρω'')
Το 1960 φτάνουν στην Αντίπαρο για τα γυρίσματα της ''Μανταλένας''. Η Αλίκη έχει ένα σοβαρό ατύχημα κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Στη σκηνή που πέφτει αγκαλιά με τον Παπαμιχαήλ στη θάλασσα ανάμεσα στα δύο καίκια, επειδή είχε προηγηθεί καυγάς και κρατούσε κάποια απόσταση από αυτόν χτύπησε το κεφάλι της στην κουπαστή και έπαθε διάσειση για τρεις μέρες. Φυσικά, ο Δημήτρης αμέσως την έπιασε από την μέση και την έβγαλε στη ξηρά. Μετά από το περιστατικό, ήρθαν πιο κοντά και προχώρησαν σε προσωρινή ανακωχή. Σ'αυτό βέβαια βοήθησε και το κλίμα του νησιού. Το 1961, ξεκινούν τα γυρίσματα για την ''Αλίκη στο ναυτικό''. Ήταν ό,τι χειρότερο είχε να θυμάται ο Παπαμιχαήλ στα τόσα χρόνια συνεργασίας τους. Δεν μιλούσαν καθόλου και η αιτία ήταν και πάλι τα ονόματα.
(Από τα γυρίσματα της ''Μανταλένας'')
Η Αλίκη με την ταινία ''Μανταλένα'' απέσπασε το βραβείο α'γυναικείου ρόλου στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Λίγο καιρό μετά, έχουμε την πρώτη μεγάλη επίθεση του Παπαμιχαήλ στην Αλίκη μέσω του τύπου. Η συνέντευξη έχει ως εξής :
''Πέρσι μετάνιωσα που ήρθα στο φεστιβάλ. Δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά γιατί με ''κουβάλησαν'' [...] Τα βραβεία πέρυσι είχαν διανεμηθεί εκ των προτέρων. Εγώ όταν ήρθα εδώ, γνώριζα τα αποτελέσματα. [...] Όταν μέσα στην κριτική επιτροπή βρίσκεται ο άνθρωπος με τον οποίο έχει δεσμό η Βουγιουκλάκη, είναι δυνατό να πάρει άλλη το βραβείο?[...]''
Στην ερώτηση ποια η γνώμη του για την Βουγιουκλάκη,τώρα που σταμάτησε η συνεργασία τους η απάντηση του είναι η εξής
''Είναι μια θαυμάσια κοπέλα με πολλά προσόντα. Το ατύχημα είναι που έγινε σταρ.'' Φυσικά η Αλίκη και εκνευρίστηκε και στεναχωρήθηκε με όσα ειπώθηκαν.
Το 1963 συνεργάζονται ξανά για την ταινία ''Χτυποκάρδια στο θρανίο'' και είναι ίσως η πρώτη φορά που μπορεί να γεννιέται κάτι μεταξύ τους. Η ταινία γυρίστηκε και σε τουρκική version, με διαφορετικό ηθοποιό στον ρόλο του Παπαμιχαήλ. Και η αλήθεια είναι πως ο Τούρκος συμπρωταγωνιστής την υποδεχόταν κάθε φορά με ένα τριαντάφυλλο ενώ ο Παπαμιχαήλ με βρισιές αν τύχαινε και αργούσε. Κάποια στιγμή, η Αλίκη το επισήμανε αυτό στον Παπαμιχαήλ και εκείνος πήγε να την δει στην θεατρική παράσταση που έπαιζε εκείνη την εποχή και της πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο. Παράλληλα, ο Παπαμιχαήλ, είχε μια σύντομη σχέση με κάποια star της Τουρκίας και ήταν η πρώτη φορά που η Αλίκη έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει.
(Από την ''Κολόμπ'')
Το 1964 τους γίνεται πρόταση να παίξουν στο θεατρικό έργο ''Κολόμπ'' και δέχονται καθώς είναι κάποιος καιρός που τα βλέμματα που ανταλλάσουν δείχνουν ιδιαίτερη συμπάθεια. Παράλληλα, κάνουν γυρίσματα για την ''Μοντέρνα Σταχτοπούτα''. Ένα βράδυ, κάνουν μόνοι τους βόλτα στα σοκάκια της Ρώμης και έρχονται πιο κοντά. Την αγκαλιάζει και εκεί καταλαβαίνουν ότι κάτι έχει αρχίσει μεταξύ τους. Στην τελευταία σκηνή του έργου, τη σκηνή του φιλιού, ο σκηνοθέτης φωνάζει ''Stop. Ήτανε τέλειο''. Μα αυτοί δεν τον ακούνε και συνεχίζουν να φιλιούνται για ώρα ακόμα. Στην Αθήνα, στην πρόβα τζενεράλε της ''Κολόμπ'' είναι μια σκηνή όπου ο Παπαμιχαήλ κοιτάζει στα μάτια την Αλίκη και της λέει ''Σ'αγαπώ Κολόμπ. Σ'αγαπώ'' και τη φιλάει στο στόμα. Ο Παπαμιχαήλ ξεφεύγει από το έργο και την φιλάει κανονικά. Η Αλίκη ταράζεται. Στην πρεμιέρα, λίγο πριν βγουν στην σκηνή, ο Παπαμιχαήλ φοράει ένα δαχτυλίδι στο χέρι της Βουγιουκλάκη. ''Αρραβωνιαστήκαμε.'' της ανακοινώνει. Σάστισε. ''Τι είπες? Αρραβωνιαστήκαμε?'' ''Φυσικά. Και πιο σιγά μη μας ακούσουν στην πλατεία. Πάμε τώρα'' ''Μα, που να πάμε?Στην εκκλησία?'' ''Όχι, στην σκηνή'' της απαντάει αυτός.
(Στην ανάγνωση του έργου ''Κολόμπ'')
Όταν δημοσιοποιήθηκε η είδηση του αρραβώνα τους, πολλοί υποστήριξαν ότι επρόκειτο για διαφημιστικό κόλπο. Αποφασίζουν να δώσουν μια συνέντευξη τύπου για να διαλύσουν όσα ανακριβή είχαν ειπωθεί εκείνο τον καιρό. Μαζί τους στην συνέντευξη, ο Αλέκος Σακελλάριος. Η συνέντευξη τύπου ξεκινά και η Αλίκη με τον Δημήτρη δηλώνουν κατηγορηματικά πως δεν έδωσαν οι ίδιοι το θέμα στη δημοσιότητα.

(Από τη συνέντευξη)
Κάποια στιγμή, ο δημοσιογράφος Βραχιολίδης σηκώνεται όρθιος και φωνάζει το όνομα ''Γληνός''. Ο Παπαμιχαήλ ρωτάει τι σχέση έχει αυτό το όνομα με την συζήτηση τους. Ο δημοσιογράφος το ξαναλέει. Τελικά το συμβάν, κατέληξε με ένα χαστούκι του Παπαμιχαήλ στον Βραχιολίδη. Όπως αποδείχθηκε, ο Βραχιολίδης είχε ακούσει το όνομα αυτό από αρχισυντάκτρια λαικού περιοδικού της εποχής και υποτίθεται πως αυτός ο Γληνός είχε παντρέψει μυστικά τον Παπαμιχαήλ με την Δέσπω Διαμαντίδου όπου διατηρούσαν για χρόνια δεσμό. Η Αλίκη κατέληξε να κλαίει στην αγκαλιά του Σακελλάριου. Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες οργίασαν. ''Ο Παπαμιχαήλ επετέθη κατά δημοσιογράφου''. ''Θα γίνει γάμος μετά το συμβάν?'' Ο Βραχιολίδης έκανε μήνυση στον Παπαμιχαήλ για τεντυμποισμό,τελικά.
(Φανερός ο εκνευρισμός του Παπαμιχαήλ)
Ο γάμος έγινε στους Δελφούς στις 18 Ιανουρίου του 1965. Παρευρίσκοταν τόσο διάσημοι όσο και απλοί θαυμαστές του ζευγαριού. Το γλέντι κράτησε μέχρι τα ξημερώματα με τον Δημήτρη να χορεύει βαριά ζειμπέκικα και την Αλίκη να τον καμαρώνει. Όμως τη νύχτα του γάμου τους, είχαν το πρώτο τους μεγάλο καυγά, που κατέληξε στο να χαστουκίσει ο Παπαμιχαήλ την Αλίκη.Ωστόσο, η επόμενη ημέρα στο σπίτι τους στην Αθήνα, τους βρίσκει σε πολύ καλές στιγμές, με την Αλίκη να μαγειρεύει για τον σύζυγο της και με τον Παπαμιχαήλ να αστειεύεται και να παριστάνει πως φοβάται για το τι τον περιμένει.

(Φωτογραφίες από το γλέντι και από το γάμο)
Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζυγική τους ζωή και φυσικά τα καυγαδάκια δεν έλειπαν. Αποτελούσαν όμως ακόμη το αλατοπίπερο στη σχέση τους. Την πρώτη επέτειο του γάμου τους, την πέρασαν μόνοι τους αλλά με πολύ έρωτα. Εκείνος της χάρισε ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι, ενώ εκείνη έναν πίνακα Έλληνα ζωγράφου. Παράλληλα, έχουν συγκροτήσει θίασο οι δυο τους, έχοντας ανεβάσει κατά πολύ το κασέ τους. Μια προσφορά από το θέατρο ''Ακροπόλ'' τους πρόσφερε ημερομίσθιο 12.000 δραχμές στον καθένα. Για να γίνει κατανοητό, ένας ημερήσιος μισθός δεν ξεπερνούσε τις 700 δραχμές.
Ο Δημήτρης θέλει να ανεβάσουν έργα ποιότητας. Και ανεβάζουν δύο. ''Του φτωχού τ'αρνί'' και τον ''Πειρασμό'' του Ξενόπουλου. Παταγώδης αποτυχία και τα δύο. Ο κόσμος στέλνει το μήνυμα στην Αλίκη πως δεν την θέλει σε σοβαρούς ρόλους. Ο Σακελλάριος γράφει ειδικά για την Αλίκη το ''Η κόρη μου η σοσιαλίστρια''. Θρίαμβος! Στον Δημήτρη δεν αρέσουν αυτά. ''Είναι φτηνοί και εύκολοι ρόλοι. Στη συνείδηση του κόσμου μένεις με μεγάλους ρόλους''. Από αυτό, άρχισαν οι πρώτες διαφωνίες και τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους.
(Από κάποια έξοδο τους)
Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν, η Αλίκη έμεινε έγκυος κάποιες φορές αλλά πάντα κατέφευγε στην έκτρωση. Πίστευαν και η ίδια και ο Δημήτρης, πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για παιδιά καθώς ήταν στην καλύτερη τους φάση στο θέατρο. Από την άλλη, η Αλίκη ήθελε ένα μωρό, μιας και πίστευε ότι με τον ερχομό του ο Δημήτρης θα έκανε υποχωρήσεις σε πράγματα που είχαν να κάνουν με τα επαγγελματικά τους αλλά και με τον μεγάλο ανταγωνισμό που υπήρχε μεταξύ τους. Εν τέλει αποφάσισαν και οι δύο πως ήθελαν ένα παιδί. Όμως η Αλίκη αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα στο να συλλάβει. Έκανε τάμα στην Παναγία της Τήνου και ύστερα απευθύνθηκε σε έναν από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής, στον Νίκο Παπανικολάου. Εκείνος την υπέβαλε σε κάποια θεραπεία.
Η Αλίκη είχε αναφέρει πως είχε δει σαν όραμα μια μαυροφορεμένη γυναίκα κάποιο βράδυ, την Παναγία όπως κατάλαβε. Εκείνη της είπε πως αυτό που ήθελε θα γινόταν εκείνο το βράδυ. Ο Δημήτρης γύρισε εκείνο το βράδυ από γενική πρόβα, ήταν σκοτωμένος στην κούραση. Η Αλίκη όμως του έλεγε ''Τώρα θα γίνει το παιδί''. Και έκαναν έρωτα εκείνο το βράδυ και με αυτό τον έρωτα η Αλίκη συνέλαβε.
Στα γυρίσματα του ''Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά'' κατέφθασε η μεγάλη είδηση στο γιατρό. Η Αλίκη είχε καθυστέρηση. Της είπε να κάνει ένα τεστ. Το έκανε και βγήκε θετικό. Τηλεφώνησε στον γιατρό η αμπιγιέζ της. ''Θετικό, γιατρέ. Κλαίει, γελάει... πάρτε την''. Η Αλίκη ανάμεσα σε λυγμούς και γέλια κατάφερε να του πει ''Ευχαριστώ''. Η εγκυμοσύνη προχωρούσε μαζί με τα γυρίσματα. Κάποια στιγμή, το κακό συνέβη. Αίμα! Ο γιατρός την βρήκε πνιγμένη στο αίμα στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Ο Δημήτρης τρελός. Οι συμπρωταγωνιστές Παντελής Ζερβός και Άγγελος Αντωνόπουλος ανήσυχοι. Οι συντελεστές αγχωμένοι. Η κατάσταση χειροτέρεψε. Το αίμα συνεχώς γέμιζε σεντόνια. Η κατάσταση οδηγούσε σε απόξεση της μήτρας. Ο Φιλοποίμην Φίνος που λάτρευε την Αλίκη έστειλε την Κάντιλακ του, που τα καθίσματα της γινόντουσαν κρεβάτι για να φτάσει η Αλίκη άνετα στην Αθήνα. Όταν φτάνουν στην Αθήνα ο γιατρός, της συνιστά πλήρη ακινησία. Πράγματι, η Αλίκη έμεινε στο κρεβάτι τους υπόλοιπους μήνες της εγκυμοσύνης της.
4 Ιουνίου 1969 η Αλίκη φέρνει στον κόσμο τον γιο της, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα. Η νοσοκόμα βγήκε και ανακοίνωσε στον Δημήτρη πως είναι αγόρι. Εκείνος ρώτησε ανήσυχος αν είναι και η Αλίκη και το παιδί καλά. Η νοσοκόμα τον καθησύχασε. Πήγε στο δωμάτιο, την αγκάλιασε, την φίλησε και της χάρισε ένα ρουμπινένιο δαχτυλίδι. Είχαν συγκινηθεί και οι δύο.
Εκείνη την εποχή, ο Παπαμιχαήλ δίνει στην Αλίκη μαζί με κάτι άλλα χαρτιά, να υπογράψει και μία μεταβίβαση του σπιτιού στο όνομά του, χωρίς να την έχει ενημερώσει εκ των προτέρων. Η Αλίκη του είχε ως τότε τυφλή εμπιστοσύνη δεν τα πρόσεξε και πήγε να τα υπογράψει. Όμως ο Λοχαίτης, ένας ηθοποιός που η Αλίκη είχε πάντα κοντά της, είχε μάθει τι ήταν αυτά τα χαρτιά και την ενημέρωσε. Παράλληλα, της τηλεφώνησε και ο συμβολαιογράφος και τη ρώτησε αν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε υπογράψει. Τότε ξέσπασε μια κόντρα ανάμεσα τους άνευ προηγουμένου.Kάποιο βράδυ στις αρχές του 1970 η Αλίκη τηλεφωνεί στον πολύ καλό της φίλο Τόλη.
''Έλα αμέσως στο σπίτι. Χωρίζω! Τα έσπασε όλα ο Δημήτρης.'' Στο σπίτι πήγαν πράγματι ο Τόλης, ο αδερφός της Αλίκης, Τάκης, ο Φίνος, ο Δαμασκηνός, ο Μιχαηλίδης αλλά και ο δικηγόρος που τον είχαν ξυπνήσει. Αυτοί αντικρίζουν στο σπίτι μια ατμόσφαιρα πολέμου, με τα πάντα γκρεμισμένα από τον τσακωμό. Κάποια στιγμή η Αλίκη νευριάζει και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρά τους. Την περιμένουν όλοι, για να συζητήσουν πως θα βγει το διαζύγιο. Η Αλίκη όμως αργεί πολύ. Είχε πάει κιόλας τέσσερις το βράδυ και βρίσκονταν εκεί από τις 11. Ο Τόλης πηγαίνει να δει τι γίνεται. Η Αλίκη ξαφνιάζεται. ''Ακόμα είναι όλοι έξω? Πώς θα γίνει να τους διώξουμε?''. Ο Τόλης της λέει να μην αργήσει, πηγαίνει μέσα και πληροφορεί τους υπόλοιπους ότι έρχεται. Τότε ο Δημήτρης πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Περιμένουν μία ώρα περίπου και ανήσυχοι για την ησυχία που επικρατεί, πηγαίνει ο Τόλης στην κρεβατοκάμαρα και τους βρίσκει αγκαλιά να φιλιούνται.
Το 1971 οι φήμες πως χωρίζουν οργιάζουν. Στο μεταξύ, η Αλίκη αγοράζει το δικό της θέατρο, κάτι που κρατά μυστικό από τον Δημήτρη μέχρι την ημέρα των συμβολαίων. Φοβήθηκε, μήπως εξαγριώσει τον Δημήτρη. Στο μεταξύ, οι συχνοί καυγάδες είχαν φθείρει τον Δημήτρη. Είχε αλλάξει. Ξεσπούσε εύκολα, εκνευριζόταν εύκολα, δεν είχε όρεξη για δουλειά, έκλαιγε συχνά. Προσπαθούσαν βέβαια γιατί είχαν δυσκολευτεί να αποκτήσουν το παιδί τους και κανένας τους δεν ήθελε να είναι παιδί χωρισμένων γονιών. Συχνά, έστελναν τον μικρό, στην μητέρα της Αλίκης για να μη βρίσκεται μπροστά στους έντονους καυγάδες όπου συχνά έπεφτε ακόμη και ξύλο. Ο Δημήτρης είχε αρχίσει να προσβάλλει την Αλίκη και δημόσια ή όταν είχαν καλεσμένους στο σπίτι τους. Το 1972 τα πράγματα είχαν τελειώσει πλέον μεταξύ τους και συνέχισαν να μένουν μαζί περισσότερο λόγω του παιδιού. Η καλλιτεχνική τους συνεργασία λήγει το 1974 με την παράσταση ''Ωραία μου Κυρία''. Μετά βίας παίζουν μαζί πάνω στην σκηνή. Έχει χαθεί κάθε σεβασμός μεταξύ τους. Κάποια στιγμή, εκείνη την εποχή, η Αλίκη είπε στον Δημήτρη μπροστά σε κόσμο
''Δημητράκη κάνεις πολύ τον μάγκα. Δώσε μου εδώ αν μπορείς μια σφαλιάρα που το παίζεις το καλό παιδί.''
Και ο Δημήτρης σε έναν από τους τελευταίους τους μεγάλους καυγάδες, της είχε πει
''Τρέχα να το πεις στις εφημερίδες πως δεν σου φέρομαι καλά. Εμένα θα πιστέψουν. Εμένα που σ'έβαλα να παίξεις Ανούιγ. Εγώ είμαι άλλωστε το καλό παιδί''. Την τελευταία φορά, μάλωσαν τόσο έντονα ώστε η Αλίκη φοβούμενη μήπως ο Δημήτρης επιτεθεί και στο παιδί, μάζεψε τα πράγματα της και έφυγε μαζί με τον μικρό. Τηλεφώνησε στον Δημήτρη αργότερα και του είπε να μαζέψει τα πράγματα του και να φύγει.

(Στην τρίτη φωτογραφία, η Αλίκη, ο Γιαννάκης, ο Φίνος και ο Δημήτρης)
Το αποκορύφωμα των γεγονότων, ήταν το άδειασμα του εξοχικού τους, που το είχαν αγοράσει μαζί λίγα χρόνια πριν. Στο πάτωμα ήταν γραμμένο με κιμωλία ''Εδώ έζησε ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ''. Η Αλίκη έπαθε σοκ. Όταν ύστερα από κάποιες μέρες ξαναπήγε εκεί, είδε πως το οικόπεδο ήταν χωρισμένο με συρματόπλεγμα σαν στρατόπεδο. Εν τέλει αγόρασε και το μερίδιο του Δημήτρη.
(Μετά το άδειασμα του εξοχικού)

Το διαζύγιο εκδίδεται επίσημα το '76 ύστερα από πολλές διαμάχες και για τα περιουσιακά μα και για την επιμέλεια του παιδιού.

Κάπως έτσι τελείωσε ο γάμος. Τελείωσε όμως και ο έρωτας? Στα προσωπικά τους βέβαια προχώρησαν και οι δύο. Μετά από 10 χρόνια συνεργάζονται θεατρικά στο ''Εκπαιδεύοντας την Ρίτα''. Τεράστια επιτυχία και οι δύο τους φαίνεται να περνούν καλά. Στην περιοδεία του έργου, ένα βράδυ ο Δημήτρης θυμώνει καθώς κατηγορεί για την Αλίκη που έπαιρνε όταν ήταν παντρεμένοι περισσότερα χρήματα από αυτόν. Φώναζε πως δεν κάνει παράσταση. Η Αλίκη έκλαιγε. Οι παραγωγοί προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν. Τότε φωνάζει αυτός μέσα στο σκοτάδι, ''Είστε τρελοί που δεν θα κάνω παράσταση.Και παράσταση θα κάνω και θα είμαι καλύτερος απ'αυτή''. Τον επόμενο χρόνο ξανασυνεργάζονται για τελευταία φορά στη ''Φιλουμένα Μαρτουράνο''.
(Την εποχή της ''Ρίτας'')

Φυσικά, ο Δημήτρης επιτέθηκε πολλές φορές τα επόμενα χρόνια στην Αλίκη μέσω του τύπου. Πότε την αποκαλούσε τρελή, πότε έλεγε πως ο γάμος μαζί της ήταν σωστή χούντα. Άλλοτε πάλι, διέλυσε μια τζαμαρία, την ώρα που έτρωγε η Αλίκη σε μια ταβέρνα με φίλους της για τα γενέθλια της. Διέλυσε την τζαμαρία με το αμάξι, βγήκε έξω και της τραγουδούσε ''Μας υποχρέωσες, μας υποχρέωσες, μα δεν μας είπες τελικά πόσο μας χρέωσες...''
Κάποια στιγμή, η Αλίκη θυμωμένη από την αλλοπρόσαλη συμπεριφορά του Δημήτρη, σε ερώτηση δημοσιογράφου, για τις επιθέσεις που δέχεται από τον πρώην συζυγό της απάντησε με ένα ψυχρό χαμόγελο : ''Δεν ασχολούμαι με πρώην. Μόνο με νυν.''

Μετά τον θάνατο της Αλίκης, ο Δημήτρης έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ξαφνικά ένιωσε πως έχασε την αντιπαλό του, τον λόγο για να συνεχίσει να δουλεύει, τον ανταγωνιστή του, την ζωή του, όπως θα εξομολογηθεί το 1997 σε κάποιο φίλο του. Και η Αλίκη το 1995 που είχε αρχίσει να κουράζεται προφανώς από την αρρώστια της έλεγε παραπονεμένη πως έναν άντρα αγάπησε μα ήταν πολύ βαρύς, πολύ μάγκας. Λένε πως έλεγε για τον ''κύριο Δημητράκη'' όπως τον αποκαλούσε. Δε θα το μάθουμε ποτέ.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Έλλη Λαμπέτη - Δημήτρης Χορν


Η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν έζησαν στην δεκαετία του '50 έναν παθιασμένο έρωτα που συντάραξε την κοινωνία της εποχής και κράτησε επτά χρόνια. Επτά χρόνια φαγούρας, όπως θα έλεγε ο Χορν αργότερα. Γνωριζόντουσαν βέβαια απο χρόνια. Υπήρχε πάντοτε κάποια αντιπάθεια μεταξύ τους μα η Έλλη είχε προσέξει πόσο φίνος και κομψός ήταν και τι ξεχωριστό χιούμορ είχε. Ο Χορν την πείραζε πάντοτε, καθώς η Έλλη κουβαλούσε παντού μαζί της ένα βιβλίο. Καθώς ήταν πολλά τα μέλη της οικογένειας, το βιβλίο έπρεπε να διαβαστεί γρήγορα για να περάσει από χέρι σε χέρι. Στο θέατρο όμως την κορόιδευαν πως παριστάνει τη διανοούμενη. Και ιδιαίτερα ο Χορν που έλεγε συνήθως : ''Αχ, αυτές οι ενζενύ...'' Το 1952 συγκροτούν θίασο μαζί με τον Γιώργο Παππά, που έχασε τη ζωή του λίγα χρόνια αργότερα από καρκίνο.

Eκείνη την εποχή, η Έλλη είναι παντρεμένη με τον Μάριο Πλωρίτη ο οποίος σκηνοθετεί και τα πρώτα έργα τους. Ακόμη,δεν υπάρχει έρωτας, παρά μόνο διαμάχες και αντιπάθεια.
Ο Χορν, είναι γνωστό πως είχε τρομερή μυωπία. Μάλιστα, είχε μείνει και ιστορικό το ανέκδοτο με την μητέρα του. Ο Τάκης ήταν καλός σε όλα τα μαθήματα στο σχολείο εκτός από τα μαθηματικά. Και αυτό γιατί όπως αποδείχθηκε δεν έβλεπε καλά τους αριθμούς στον πίνακα εξ αιτίας της μυωπίας του. Πήγε λοιπόν και της είπε πως δεν βλέπει και για αυτό χρειάζεται γυαλιά. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της και του είπε ''Τι? Μα, πως είναι δυνατόν να μη βλέπεις με τόσο μεγάλα μάτια?'' Ήταν αλλόκοτη γυναίκα, παράξενη, στον δικό της κόσμο.
Αλλά και ο Χορν από φιλαρέσκεια δεν ήθελε να φοράει γυαλιά. Η Έλλη είχε να διηγηθεί διάφορα παθήματα εξ αιτίας της μυωπίας του. Όταν έπαιζαν, το 1949 τους ''Φοιτητές'' του Ξενόπουλου, η Έλλη είχε βρει μία κίνηση που έβγαζε γέλιο σε μια παράσταση. Και έτσι, αποφάσισε να το καθιερώσει. Στην επόμενη παράσταση όμως, μόλις οι θεατές πήγαιναν να γελάσουν, ο Χορν έλεγε την ατάκα του. Το ίδιο και στην επόμενη. Κάποια στιγμή έφτασε στο απροχώρητο. Του λέει λοιπόν, ένα βράδυ ''Τι κάνεις? Δεν καταλαβαίνεις ότι το χαλάς? Γιατί ατακάρεις τόσο γρήγορα?'' Ο Χορν δεν καταλάβαινε τίποτα. ''Μα νομίζεις πως σε βλέπω? Ούτε που ξέρω τι κάνεις''. Διάφορες τέτοιες παρεξηγήσεις συνέβαιναν συχνά.

Στο 2ο έργο που θα ανεβάσει ο θίασος των τριών, το ''Ξενοδοχείο, η Ευτυχία'' γίνεται κάτι που κανένα άλλο θεατρικό ζευγάρι δεν έχει κάνει ως σήμερα. Κλείνουν πάνω στην σκηνή ο ένας το μάτι στον άλλον πονηρά. Ο μύθος μόλις γεννήθηκε. Ο έρωτας όμως όχι ακόμη. Απλώς γουστάρουν που είναι στον ίδιο θίασο για πρώτη φορά. Τα επικίνδυνα λόγια ξεκινούν. ''Αυτή η μικρή έχει το διάολο μέσα της'' θα πει ο Χορν. Ενώ η Λαμπέτη θα ομολογήσει, πως ''Έχει γούστο να παίζεις με τον Χορν''. Το τρίτο έργο που θα ανεβάσουν θα είναι το ''Σπίτι της κούκλας'' του Ίψεν. Η Λαμπέτη, θα υποδυθεί την Νόρα. Ο ρόλος όμως δεν της αρέσει καθόλου. Οπότε σκέφτηκε, πως αφού δεν της αρέσει η ηρωίδα της θα κάνει την καρικατούρα της. Ο Χορν το κατάλαβε πρώτος. Της λέει κάποια στιγμή πάνω στην σκηνή συνωμοτικά ''Είσαι μια υποκρίτρια του κερατά''. Η Λαμπέτη για αυτό το έργο, πιστεύει πως πρώτη φορά ερέθισε το Χορν. Όχι βέβαια ερωτικά, αλλά εγκεφαλικά. Και αυτό είναι το πιο τρομερό που μπορεί να συμβεί σε έναν άντρα, που έχει συνηθίσει να έχει όποια γυναίκα θέλει πολύ εύκολα.
Το 1953, η Έλλη αρχίζει να ερωτεύεται τον Χορν. Κρατάει τις αποστάσεις όσο μπορεί. Κάποια στιγμή εξομολογείται στον άντρα της : ''Μάριε, ξέρεις την γνώμη μου για τον Χορν και πόσο με εκνευρίζει ο χαρακτήρας του. Αλλά, άκου ένα παράδοξο! Τον ερωτεύομαι.'' Στην ''Αγαπούλα'', οι αντιστάσεις υποχωρούν. Είναι άλλωστε ένα πολύ ερωτικό έργο, όπου οι δύο πρωταγωνιστές είναι επί ένα δίωρο αγκαλιά στη σκηνή, φιλιούνται κ.λ.π. Στην πρεμιέρα του έργου ''Αγαπούλα'' ο πατέρας της Έλλης πεθαίνει. Ο Παππάς την ρωτάει αν θέλει να αναβάλουν την πρεμιέρα, ενώ ο Χορν στέκεται δίπλα του και την κοιτάζει. Χωρίς να της λέει τίποτε, απλά την κοιτάζει. Η Έλλη απαντά ''Δεν θα αναβάλουμε καμιά πρεμιέρα''. Βγάζει την παράσταση και είναι άψογη. Βέβαια, στη σκηνή υπάρχει και ο Χορν, ακόμη και σε στιγμές που το έργο δεν τον έχει ανάγκη. Στην πρώτη πράξη πίνουν κρασί. Εκείνος της μιλάει χαμηλόφωνα για τη ζωή και το θάνατο. ''Ο πατέρας σου ήταν άρρωστος. Ήξερες πως θα πεθάνει κάποια στιγμή.'' Της κρατάει σφιχτά τα χέρια. ''Πρέπει να μάθουμε να κοιτάμε τον θάνατο στα μάτια, Έλλη''. Πόσο γενναίος, είναι λοιπόν, ο Χορν εκείνο το βράδυ, ε? Αυτός ο ευάλωτος άντρας που φοβάται τις αρρώστιες και για ένα συνάχι είναι ικανός να μπει στον ευαγγελισμό, εκείνη την νύχτα έμοιαζε τόσο γενναίος, ικανός να αψηφήσει τον θάνατο και όλες τις δυστυχίες για χάρη της αγαπημένης του. Συνέρχεται με την βοήθεια του. Ήδη μέσα σε δύο εβδομάδες νιώθει καλύτερα.
(Φωτογραφία από την ''Αγαπούλα'')



(Σκηνή από το ''Κυριακάτικο Ξύπνημα'')
Η σχέση τους δημιουργείται στο Κάιρο, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας ''Κυριακάτικο Ξύπνημα''. Η Έλλη είχε ζητήσει -προαισθανόμενη ίσως όσα θα επακολουθούσαν- από τον Μάριο Πλωρίτη να την ακολουθήσει. Εκείνος όμως έμεινε στην Αθήνα. Οι δυο τους έμειναν σε διαφορετικό ξενοδοχείο από τους υπόλοιπους συντελεστές. Έμεναν σε δύο σουίτες που επικοινωνούσαν όμως μεταξύ τους. Κάθε πρωί πήγαιναν στο γύρισμα εκείνη μαραμένη και εκείνος νυσταγμένος. Ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθέτης της ταινίας το παρατήρησε και τους ζήτησε το λόγο. Εκείνοι ομολόγησαν τη σχέση τους. Ύστερα συμφώνησαν και οι δύο να ληφθούν δραστικά μέτρα, δηλαδή να μείνει ο Κακογιάννης στη σουίτα της Έλλης, στο κρεβάτι της που ήταν τρίδιπλο. Όμως την πρώτη βραδιά που έμεινε εκεί και κοιμήθηκε καθώς ήταν πτώμα, ξύπνησε ακούγοντας τους να κάνουν έρωτα στη διπλανή σουίτα. Γυρνούν στην Αθήνα και η Έλλη ανακοινώνει στην οικογένεια της πως χωρίζει με τον Πλωρίτη και πως πηγαίνει να μείνει με τον Χορν.
Ο Χορν την περίμενε έξω από το σπίτι του, φορώντας ένα μπλε πουκάμισο και ένα τσαλακωμένο παντέλονι που μόλις το είχε βγάλει από τη βαλίτσα.
''Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ'' της λέει.
Εκείνη τον κοίταξε τρυφερά και του είπε
''Είσαι αξύριστος. Το ξέρεις?''
Και έτσι ξεκίνησε αυτή η σχέση.
Τότε μάλιστα, ο Βόκοβιτς είχε πει το περιβόητο ''Να δούμε πως θα ταιριάξουν οι Βερσαλίες με τα Βίλλια''. Δηλαδή ο Χορν, που είχε αριστοκρατική καταγωγή, με τη Λαμπέτη τη χωριατοπούλα. Δεν είχε και άδικο γιατί αυτή ήταν μια από τις βαθύτερες αιτίες του χωρισμού τους,τελικά.
Σκηνές ζηλοτυπίας πάντοτε υπήρχαν. Και εκείνος συνήθως της έλεγε ειρωνικά ''Αχ, εσείς οι ενζενύ. Όλο αθωότητα είστε!''
Την ίδια εποχή γυρίζουν την ''Κάλπικη λίρα''. Εδώ ο έρωτας τους είναι φανερός και ξεκάθαρος. Δεν υπάρχει η ενοχή, που υπήρχε στο ''Κυριακάτικο ξύπνημα'' καθώς προσπαθούσαν να κρυφτούν από τον αδιάκριτο οπερατέρ. Ο φακός κλέβει καλοπροαίρετα κάποιες εντελώς δικές τους ώρες. Δεν θα την χαρακτήριζα ακριβώς ταινία. Μάλλον μοιάζει με ερωτικό ντοκιμαντέρ. Στη σκηνή του φινάλε, συναντιούνται στην Ηρώδου Αττικού. Ο Χορν θα διασχίζει αυτό τον δρόμο χρόνια ύστερα αφού το σπίτι του θα βρίσκεται στην απέναντι γωνία. Λίγο πιο πέρα δηλαδή, από κει που ο φακός του Τζαβέλλα κατέγραψε το κύκνειο άσμα ενός μεγάλου έρωτα. Του κάλπικου έρωτα όπως θα έλεγε ο Χορν χρόνια αργότερα όταν ήταν στις κακές του.
Το 1954, η Κούλα, η 2η σε ηλικία αδελφή της Έλλης, αρρωσταίνει από Καρκίνο και μπαίνει σε νοσοκομείο. Η Έλλη το μαθαίνει στη Λευκωσία που βρίσκεται για τουρνέ. ''Φεύγω αύριο το πρωί με το αεροπλάνο'', ανακοινώνει στον Χορν. Ο Χορν της λέει πως θα πάει μαζί της. Η Λαμπέτη αναγνωρίζει την θυσία του, καθ'ότι γνωστή η φοβία του για τα αεροπλάνα. Του λέει πως δεν χρειάζεται, εκείνος όμως επιμένει. Το ίδιο όμως και αυτή. Οι άσκοπες θυσίες περιττεύουν. ''Αν έρθεις μαζί μου, Τάκη, θα χάσουμε το αεροπλάνο όπως πάντα''. Ο Χορν πείθεται. Την άλλη μέρα το πρωί, όμως τον βρίσκει καθισμένο στο διπλανό κάθισμα. Ο Χορν ιδρωμένος, άλλα πάντοτε ήρωας αντέχει το ταξίδι. Η αδερφή της πεθαίνει τρεις μήνες μετά και η Έλλη από το σοκ χάνει προσωρινά το φως της.Όταν γίνεται καλά,συνεχίζουν την περιοδεία στην Αλεξάνδρεια. Ο Τάκης της κλείνει πονηρά το μάτι. ''Επιστρέψαμε στον τόπο του εγκλήματος''.
Το ίδιο βράδυ όμως,στο ''Γαλάζιο Φεγγάρι'' συμβαίνει κάτι απρόσμενο. Υπήρχε μια σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής κρατούσε ένα μαχαίρι και η πρωταγωνίστρια, του το άρπαζε. Ο φροντιστής βρήκε ένα σπουδαίο μαχαίρι, σωστή αντίκα, με πολύ κοφτερή λεπίδα. Η Έλλη είχε πειθαρχημένη κίνηση, όμως ο Χορν όπως και πολλοί άνθρωποι ήταν πιο άγαρμπος. Την ώρα λοιπόν που μαλώνουν με το μαχαίρι, άκουσε το χέρι της να κόβεται. Από τον θόρυβο και από τον πόνο κατάλαβε πως το κόψιμο ήταν μεγάλο. Ο Χορν, άκουσε κάτι μα την είδε ατάραχη και ησύχασε. Η έγνοια της Λαμπέτη, παρά τον πόνο ήταν να μη το δει ο κόσμος μα προ πάντων ο Τάκης γιατί μπορούσε με την ανησυχία του να διαλύσει και την παράσταση. Το έργο τελειώνει, βγαίνουν να χαιρετήσουν και πάει ο Τάκης να πιάσει το χέρι της Έλλης και εκείνη το τραβάει απότομα. Τότε κατάλαβε. Κοίταξε κάτω και είδε τα αίματα. Τρελάθηκε! Φώναξε τον Παππά για βοήθεια, ζήτησε να καλέσουν τις πρώτες βοήθειες, έπεμενε πως έπρεπε να κάνει αντιτετανικό γιατί το μαχαίρι ήταν σκουριασμένο και παλιό. Και όλα αυτά φωνάζοντας ''Αγάπη μου! Τι σου'κανα, αγάπη μου! Σε σκότωσα!'' Το σημάδι στο χέρι της έμεινε. Το σημάδι του έρωτα, όπως το αποκαλούσε και εκείνη, περισσότερο με ειρωνεία προς το τέλος της ζωής της, παρά με νοσταλγία.
(Σκηνή από το ''Κορίτσι με τα μαύρα'')
Η τελευταία κοινή τους ταινία είναι το ''Κορίτσι με τα μαύρα'' το 1956 που γυρίζεται στην Ύδρα. Η Λαμπέτη είναι γοητευτικότερη παρά ποτέ. Δεν είχε ακούσει λίγες φορές η Έλλη, τον οπερατέρ να φωνάζει κατά την διάρκεια των γυρισμάτων γοητευμένος ''Oh, my God!''. Όμως την ίδια χρονιά, μια άλλη αδερφή της, η Ειρήνη αρρωσταίνει, από καρκίνο και αυτή. Η Έλλη αγοράζει ιατρικά βιβλία για να τα μελετήσει. Ο Χορν που δεν αντέχει να βλέπει και να ακούει για αρρώστιες φεύγει έξαλλος από το σπίτι. Το 1956 πεθαίνει και ο συνεργάτης τους Γιώργος Παππάς. Η Έλλη έχει αρχίσει να νιώθει παγιδευμένη. Ο κοσμικός κόσμος που τόσο αγαπά ο Χορν, εκείνη δεν την συγκινεί καθόλου. Ο κόσμος όμως απορεί γιατί δεν παντρεύονται. Το θέμα είναι γιατί δεν κάνουν ένα παιδί, που πάντα το θέλει η Έλλη. Όπως εξομολογείται αργότερα ''Ένιωθα πως θα τον ρίξω σε βαθιά κατάθλιψη, αν του ζητούσα κάτι τέτοιο''. Κάποια στιγμή μένει έγκυος και κάνει έκτρωση, αφού του το ανακοίνωσε σαν ένα πρόβλημα που ήξεραν και οι δύο καλά την λύση του από πριν. Αν ερχόταν βέβαια στις αρχές του έρωτα τους, σίγουρα θα το κρατούσαν.
Η Έλλη αρχίζει να ενοχλείται από τα ελαττώματα του Χορν. Και ιδιαίτερα από τον τρόπο με τον οποίο ξοδεύει τα χρήματα.
Ο Χορν βρίσκει ξανά τον παλιό καλό(?) εαυτό του. Θέλει να βγαίνει κάθε βράδυ, να αρέσει στις γυναίκες. Η Έλλη φυσικά, δεν τον ακολουθεί σ'αυτό. Όμως το θέατρο πάντοτε τους ενώνει. Πολλές φορές της λέει χαμηλόφωνα πάνω στην σκηνή ''Τρέξε την παράσταση Έλλη!Μας περιμένουν!'' Εκείνη αγριεμένη τον ρωτά ''Πως μπορεί να τρέξει μια παράσταση,μου λες?'' Τα τελευταία τρία χρόνια θα αναρωτηθούν πολλές φορές μήπως διάλεξαν λάθος έργο. Κάποια στιγμή θα αναρωτηθούν μήπως διάλεξαν λάθος σύντροφο. Προσπαθούν να ανάψουν την παλιά φλόγα. Ιδιαίτερα ο Χορν. ΠΡΕΠΕΙ να ξαναγαπήσει την Λαμπέτη. Για να ζηλέψει, έπλαθε στο μυαλό του υποθετικούς εραστές. Σαν να παγιδεύτηκαν σε ένα τούνελ και όσο προχωρούν, τόσο τους καταπίνει το σκοτάδι. Το 1957 οι φθορές είναι φανερές. Περνούν πολλά βράδια χωριστά. Η σχέση τους έχει γίνει ιδιαίτερα μίζερη. Ο Χορν αρχίζει να βρίσκει τη Λαμπέτη απρόσεχτη, ατημέλητη, απεριποίητη. Εκείνη τον βρίσκει φοβητσιάρη,εγωιστή,αρρωστομανή. Κάποια στιγμή θα φωνάξει ''Ως εδώ!''
Τον τελευταίο ερωτικό τους χειμώνα, τον χειμώνα της καταχνιάς όπως τον αποκαλούσε ο Χορν, είχαν βγει μαζί με κάποια συντροφιά. Κάποιος από την παρέα μίλησε για ειλεό. Ο Χορν ρώτησε με ενδιαφέρον τι ακριβώς ήταν και η απάντηση ήταν επικίνδυνα ασαφής. ''Είναι σαν να μπερδεύονται τα άντερα μέσα σου και μπορεί να πεθάνεις'' Γύρισαν σπίτι και ξάπλωσαν. Έσβησαν το φως και ο Τάκης το άναψε ύστερα από λίγο. ''Έχω ένα πόνο στην κοιλιά.Λες να είναι ειλεός?'' Εκείνη του είπε ''Όχι Τάκη, δεν είναι ειλεός''. Εκείνος είχε ιδρώσει, ήθελε να καλέσουν τον γιατρό. Κοίταξε την Έλλη γεμάτος αγωνία και της είπε να του κοιτάξει τον σφυγμό. Η Έλλη πάντα λύγιζε όταν την κοίταζε με αυτο το βλέμμα. Ο σφυγμός του ήτανε μια χαρά. Έμειναν ξάγρυπνοι όλη νύχτα, ίσως από τις τελευταίες νύχτες που έμειναν στο ίδιο κρεβάτι.Το πρωί η Έλλη αγανακτισμένη φώναξε τον γιατρό και τον βρήκε περίφημα. Η Έλλη δεν άντεχε πια. Το 1958, η αδερφή της Ειρήνη, που είχε προσβληθεί πρωτύτερα από καρκίνο, σκοτώνεται σε τροχαίο. Η Έλλη δεν κατάφερε να παίξει την επόμενη μέρα. Ο Τάκης δεν επέμενε. ''Αν η Λαμπέτη δεν μπορεί να βγει στην σκηνή, πραγματικά δεν μπορεί''. Ο Τάκης είχε κουραστεί από όλους αυτούς τους θανάτους. Ήταν σαν να έφυγε πρώτος απ'αυτή τη σχέση. Η Λαμπέτη τον κοίταζε με απέχθεια πια όποτε μιλούσε για κότερα, σαλόνια κ.λ.π. Ο Χορν έλεγε πως ήταν έτοιμος να καβαλήσει το ποδήλατο του και να φύγει. ΄Ομως η Έλλη το έκανε πρώτη. Αναχωρεί για τις Κάννες με τον Κακογιάννη. Εκεί γνωρίζει τον Ουέηκμαν, που είχε γοητευτεί από την εποχή που την είχε δει στο ''Κορίτσι με τα μαύρα''.Η Έλλη περνά το καλοκαίρι με τον Ουέηκμαν. Φαίνεται πως είναι έτοιμη από καιρό να αγαπήσει ξανά.Στα μέσα Ιουνίου οι φήμες οργιάζουν στην Αθήνα. Η Λαμπέτη έχει σχέση με τον Ουέηκμαν. Ο Χορν δεν το πιστεύει. Το βρίσκει αδύνατο. Βέβαια και ο Χορν εκείνη την εποχή, είχε μια σύντομη σχέση με μια σταρ της εποχής. Παίρνει τηλέφωνο τον Κακογιάννη οργισμένος. Πάει ο καιρός που έπλαθε υποθετικούς έραστες. Τώρα πια, είναι ένας Οθέλλος της εποχής του. ''Τα έχουν αυτοί οι δύο ή όχι? Αν ήταν στο χέρι μου θα ερχόμουν και θα τον έλιωνα αυτόν τον Αμερικανό πεζοναύτη.'' Ο Κακογιάννης τον ρωτά γιατί δεν το κάνει. Στην πραγματικότητα όμως βαρέθηκε τον αχαρό του ρόλο και ο ίδιος. Ένιωσε περιττός. Τα μάζεψε και έφυγε. Η Έλλη γυρίζει τέλη Ιουλίου. Ο Χορν φυσικά την υποδέχεται στο αεροδρόμιο με ένα παθιασμένο φιλί. Κάποια στιγμή βέβαια της ψιθύρισε σαρκαστικά ''Μπα, θυμήθηκες πως έχεις και ένα θέατρο?''. Το 1958 ανεβάζουν το παιχνίδι της μοναξιάς. Ο Χορν κερδίζει σ'αυτό το έργο τον θαυμασμό της Έλλης. Όχι όμως και την ίδια που αντιστέκεται σθεναρά. Δεν μένουν πια μαζί. Στο επόμενο έργο, ο Χορν ενεργοποιεί όλη την σκηνική του παρουσία για να την κερδίσει. Παραλίγο να πέσει το οχυρό. Πλέον ανταλλάσουν μηνύματα.
''Πείτε στον κύριο Χορν να μη βιάζεται να μου δώσει το ποτήρι με την σαμπάνια''.
''Πείτε στην κυρία Λαμπέτη να μη με σφίγγει τόσο γιατί θα με πνίξει''.

Το καλοκαίρι του '58 βγήκαν κάποια στιγμή με τον Κακογιάννη για φαγητό. Όλα πήγαιναν καλά. Στον γυρισμό, θα ακουστεί στο αυτοκίνητο το όνομα του Ουέηκμαν. Ο Χορν τρελαίνεται. ''Δεν θέλω να ακούω αυτό το όνομα εδώ μέσα!''
Η Έλλη θυμώνει.
''Δεν θα μου πεις εσύ ποιο όνομα θα λέω''.
Ξεκινά ένας άγριος καυγάς. Ο Κακογιάννης ουρλιάζει.
''Τάκη, θα σκοτωθούμε! Το καταλαβαίνεις?''
Το κατάλαβε. Κανείς δεν σκοτώθηκε εκείνο το βράδυ, μόνον ο μεγάλος έρωτας που ξεψύχησε οριστικά μια ζεστή βραδιά του '58. ''Η Λαμπέτη'', είπε ο Χορν,'' δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου.'' Και όμως εκείνο το βράδυ, η Λαμπέτη ήταν το παν για αυτόν.Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Το 1959 συνεχίζουν να παίζουν μαζί για να ξεπληρώσουν κάποια χρέη. Κάποια στιγμή ο Χορν πηγαίνει μετά από μια παράσταση μεθυσμένος έξω από το σπίτι της και φωνάζει. Πετάει πέτρες στο παράθυρο. Την παρακαλεί να βγει έξω να μιλήσουν. Της λέει πως θα παντρευτούν αμέσως. Το ίδιο βράδυ η Έλλη τηλεφώνησε στον Ουέηκμαν και του είπε πως τον χρειάζεται.
Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Χορν αντικαθιστά την Λαμπέτη στην παράσταση που παιζόταν. Η Έλλη αναχωρεί για Αμερική. Μέσα στο αεροπλάνο θα ψιθυρίσει ''Τι κρίμα...''.
Όχι τόσο για τα όμορφα που είχαν χαθεί. Άλλωστε, είχαν χαθεί από καιρό.
Τι κρίμα που δεν είχε ένα παιδί από αυτόν τον άντρα...